- εὐδιάθρυπτος
- εὐδιάθρυπτοςeasily crushedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιάθρυπτος — εὐδιάθρυπτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που θραύεται εύκολα 2. συντριμμένος, μετανοιωμένος 3. αυτός που επηρεάζεται, που κάμπτεται εύκολα 4. αυτός που αναλύεται, που διευκρινίζεται με σαφήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαθρύπτω] … Dictionary of Greek
εὐδιάθρυπτον — εὐδιάθρυπτος easily crushed masc/fem acc sg εὐδιάθρυπτος easily crushed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαθρυπτότατος — εὐδιάθρυπτος easily crushed masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάθρυπτα — εὐδιάθρυπτος easily crushed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)